- κωθωνιστής
- κωθων-ιστής, οῦ, ὁ,A toper, Ath.10.433b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωθωνιστής — κωθωνιστής, ὁ (Α) [κωθωνίζω] μέθυσος … Dictionary of Greek
κωθωνιστής — toper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)